- ολοσφυρατος
- ὁλοσφύρατοςὁλο-σφύρᾱτος2(ῡ) сделанный из массивного металла
(Ἄδωνις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄδωνις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ολοσφύρατος — ὁλοσφύρατος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ολοσφύρητος … Dictionary of Greek
ὁλοσφύρατον — ὁλοσφύ̱ρατον , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal masc/fem acc sg ὁλοσφύ̱ρατον , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal neut nom/voc/acc sg ὁλοσφύ̱ρᾱτον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc sg (doric) ὁλοσφύ̱ρᾱτον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοσφύρητος — ὁλοσφύρητος, δωρ. τ. ὁλοσφύρατος, ον (Α) (για μεταλλική κατασκευή) ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σφυρήλατο μέταλλο («ὡς σκεῡος χρυσίου ὁλοσφύρητον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου *ὁλοσφυρώ] … Dictionary of Greek
ὁλοσφύρατοι — ὁλοσφύ̱ρατοι , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal masc/fem nom/voc pl ὁλοσφύ̱ρᾱτοι , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)